- χυμοτόπιο
- το, Νβοτ. το κενοτόπιο τών φυτικών κυττάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + τόπος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vacuole].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τονοπλάστης — ο, Ν βοτ. μεμβράνη που αφορίζει το χυμοτόπιο τού φυτικού κυττάρου από το κυτταρόπλασμα, έχει την ίδια δομή με την κυτταρική μεμβράνη και μεσολαβεί μεταξύ τού κυτταροπλάσματος και τού χυμού που περιέχεται στο χυμοτόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
φαγοκυτταρικός — ή, ό, Ν [φαγοκύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαγοκύτταρα 2. φρ. «φαγοκυτταρικό χυμοτόπιο» βιολ. χυμοτόπιο στο εσωτερικό τού κυττάρου, που περιβάλλεται από κυτταρική μεμβράνη, σχηματίζεται με αποκοπή μιας εγκόλπωσής της κατά την… … Dictionary of Greek
κενοτόπιο — Οι κοιλότητες που βρίσκονται μέσα στο κυτταρόπλασμα. Απαντούν τόσο στα ζωικά όσο και στα φυτικά κύτταρα και είναι γεμάτα από αέρια ή υγρά που περιβάλλονται από λεπτή ελαστική μεμβράνη· η τελευταία πιστεύεται ότι φέρει ένζυμα που σχετίζονται με… … Dictionary of Greek
λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… … Dictionary of Greek
περιστροφή — Επίπεδη π. γύρω από ένα κέντρο Ο, ονομάζουμε την κίνηση στο επίπεδο, στην οποία, αφήνοντας σταθερό το Ο (κέντρο της π.), σε κάθε σημείο Ρ αντιστοιχεί ένα άλλο P’, τέτοιο ώστε OP’ = OP. Σε ένα μονομομετρικό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, έστω x … Dictionary of Greek
πλασμόλυση — η, Ν 1. βιολ. απώλεια νερού από ένα ζωντανό κύτταρο υπό την επίδραση τής ώσμωσης, η οποία προκαλεί μείωση τού όγκου του και, στη συνέχεια, τον θάνατό του 2. βοτ. αποκόλληση τού κυτταροπλάσματος ενός φυτικού κυττάρου από το κυτταρικό τοίχωμα λόγω… … Dictionary of Greek
πρωτοπλάστης — ο, Ν 1. βιολ. φυτικό ή βακτηριακό κύτταρο που δεν περιβάλλεται από περικυτταρικό σκληρό τοίχωμα 2. βοτ. (σχετικά με φυτικό κύτταρο) το κυτταρόπλασμα, ο πυρήνας, οι κυτταρικές μεμβράνες και τα κυτταρικά οργανίδια, χωρίς όμως το κυτταρικό τοίχωμα ή … Dictionary of Greek
υδατέγχυμα — Ειδική περίπτωση παρεγχύματος, δηλαδή θεμελιώδους φυτικού ιστού. Υ. συναντιέται σε φυτά που έχουν ανάγκη να αποταμιεύουν νερό όπως οι κάκτοι. Στις περιπτώσεις αυτές ο τύπος του παρεγχύματος συγκροτείται από κύτταρα μεγάλα, με λεπτά τοιχώματα, με… … Dictionary of Greek
φαγόσωμα — το, Ν 1. βιολ. το φαγοκυτταρικό χυμοτόπιο 2. φρ. α) «αυτοφαγικό φαγόσωμα» βιολ. φαγόσωμα ενδογενούς προέλευσης β) «ετεροφαγικό φαγόσωμα» βιολ. φαγόσωμα εξωγενούς προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagosome] … Dictionary of Greek